ὑδροπάροχος
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
ὁ, one who furnishes water for irrigation, POxy.729.13, 2128.2 (ii A. D., pl.), etc.:—hence ὑδροπαροχία, ἡ, Supp.Epigr.4.515.10 (Ephesus, i A. D.), POxy.137.22 (vi A. D.); ὑδρο-παρόχιον, τό, PLond.3.776.19; ὑδροπαροχισμός, ὁ, POxy.1590.10 (iv A. D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
άτομο επιφορτισμένο με την παροχή νερού για άρδευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -πάροχος (< παρέχω)].