ἀπροσδιόριστος

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσδιόριστος Medium diacritics: ἀπροσδιόριστος Low diacritics: απροσδιόριστος Capitals: ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aprosdióristos Transliteration B: aprosdioristos Transliteration C: aprosdioristos Beta Code: a)prosdio/ristos

English (LSJ)

ἀπροσδιόριστον, undefined, Ulp.ad D.24.68; unqualified, Heliod.in EN109.19; of propositions, indefinite in quantification, Ammon.in APr.14.37. Adv. ἀπροσδιορίστως = without distinction, Gal.16.558; par excellence, Olymp.in Mete.123.3.

Spanish (DGE)

-ον
1 no definido καὶ οὐκ ἀγνοῶν τὸ ἁμάρτημα ὁ νομοθέτης ἀπροσδιόριστον ἀφῆκε τὸν νόμον Heliod.in EN 109.18
subst. τὸ ἀπροσδιόριστον la indefinición Vlp.Sch.D.24.722.12, τὸ ἀπροσδιόριστον τῶν ὑπὸ σοῦ γεγραμμένων Alex.Trall.2.587.9
de proposiciones indeterminado cuantitativamente Ammon.In APr.14.37.
2 adv. ἀπροσδιορίστως = sin distinción, indistintamente ἐλλιπῶς οὕτως καὶ ἀ. ῥηθείς Gal.16.558
sin especificación ἀ. γὰρ οὕτω φασὶν οἱ Ἀθηναῖοι Sch.Th.2.15.2, ἀ. εἰπών Ammon.Ac.M.85.1532A
de ahí por excelencia ὡς καὶ ἀ. λέγεσθαι «λίμνην» Olymp.in Mete.123.3.

German (Pape)

[Seite 339] ohne hinzugefügte Bestimmung, Rhet.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσδιόριστος: ὁ μὴ προσδιωρισμένος ἢ ὡρισμένος, Σχόλ. εἰς Δημ. 722. 12. - Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Λυκόφρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροσδιόριστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί
νεοελλ.
εκείνος για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.