ἀπροσδιόριστος
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
ἀπροσδιόριστον, undefined, Ulp.ad D.24.68; unqualified, Heliod.in EN109.19; of propositions, indefinite in quantification, Ammon.in APr.14.37. Adv. ἀπροσδιορίστως = without distinction, Gal.16.558; par excellence, Olymp.in Mete.123.3.
Spanish (DGE)
-ον
1 no definido καὶ οὐκ ἀγνοῶν τὸ ἁμάρτημα ὁ νομοθέτης ἀπροσδιόριστον ἀφῆκε τὸν νόμον Heliod.in EN 109.18
•subst. τὸ ἀπροσδιόριστον la indefinición Vlp.Sch.D.24.722.12, τὸ ἀπροσδιόριστον τῶν ὑπὸ σοῦ γεγραμμένων Alex.Trall.2.587.9
•de proposiciones indeterminado cuantitativamente Ammon.In APr.14.37.
2 adv. ἀπροσδιορίστως = sin distinción, indistintamente ἐλλιπῶς οὕτως καὶ ἀ. ῥηθείς Gal.16.558
•sin especificación ἀ. γὰρ οὕτω φασὶν οἱ Ἀθηναῖοι Sch.Th.2.15.2, ἀ. εἰπών Ammon.Ac.M.85.1532A
•de ahí por excelencia ὡς καὶ ἀ. λέγεσθαι «λίμνην» Olymp.in Mete.123.3.
German (Pape)
[Seite 339] ohne hinzugefügte Bestimmung, Rhet.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσδιόριστος: ὁ μὴ προσδιωρισμένος ἢ ὡρισμένος, Σχόλ. εἰς Δημ. 722. 12. - Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Λυκόφρ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσδιόριστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί
νεοελλ.
εκείνος για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.