γάνωσις
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A polishing (with oil or wax), ἀγάλματος Plu.2.287c, cf. Vitr.7.9.4; varnishing, lackering, Aq.Am.7.7.
2 metaph., making glad, brighiening, Phld.Mus.p.30 K.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
bruñido, pulimento τοῦ ἀγάλματος Plu.2.287c, cf. Vitr.7.9.4, de una pared metálica, Aq.Am.7.7
•enlucido o estuco en la pared de un tálamo EM 917
•fig. lustre, esplendor Phld.Mus.p.30K.
•del lenguaje perfeccionamiento, pulimento Longin.30.1, del alma γ. ἀπὸ πάσης κακίας Dor.Ab.Doct.49.8.
German (Pape)
[Seite 474] ἡ, das Schmücken, Glanz, Plut. Qu. Rom. 98. – Auch = Glasur.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de rendre brillant.
Étymologie: γανόω.
Russian (Dvoretsky)
γάνωσις: εως (ᾰ) ἡ украшение, отделка (τοῦ ἀγάλματος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γάνωσις: -εως, ἡ, λάμπρυνσις, στίλβωσις, κόσμησις, Πλούτ. 2. 287Β· τὸ γάνωμα, ἡ ἐπίχρισις, τὸ «βερνίκωμα» Σύμμ. Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
γάνωσις, η (AM) [[[γανώ]] (-όω)]
το γάνωμα χάλκινου σκεύους με κασσίτερο
αρχ.
η στίλβωση («ἡ γάνωσις τοῦ ἀγάλματος», Πλούτ.).