καβαθα
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
(accent dub.), ἡ, prob.= Lat. gabata, dish, Edict.Diocl. 15.51: also as neut. pl., καβαθα β UPZ149.40 (iii B.C.); γαβαθα τρία Cumont Fouilles de Doura-Europos P.372 No.13; cf. γαβαθόν, ζάβατος ΙΙ.
Greek Monolingual
καβαθα, ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α)
(αμφβλ. τονισμού) πήλινο πιάτο, γαβάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γαβαθόν. Για ετυμολ. βλ. λ. γαβάθα].
Frisk Etymological English
Etymology: s. γάβαθον
Frisk Etymology German
καβαθα: {kabatha}
Meaning: N. eines Gefäßes
Etymology: s. γάβαθον; Anlaut wie in κάβος, vgl. s. v.
Page 1,749