μωλωπίζω

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωλωπίζω Medium diacritics: μωλωπίζω Low diacritics: μωλωπίζω Capitals: ΜΩΛΩΠΙΖΩ
Transliteration A: mōlōpízō Transliteration B: mōlōpizō Transliteration C: molopizo Beta Code: mwlwpi/zw

English (LSJ)

A beat and bruise severely, τινα Aq.Ca.5.7:—Pass., μεμωλωπις μένος marked with stripes, Plu.2.126c.
II resemble mosquito bites, Herod.Med. ap. Aët.5.129.

German (Pape)

[Seite 225] Striemen machen, D. L. 7, 23; Plut. de san. tuend. p. 387 vrbdt συμπεφυρμένον πολλῷ τῷ ἀλλοτρίῳ καὶ μεμωλωπισμένον.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐμωλώπισα, part. pf. Pass. μεμωλωπισμένος;
meurtrir.
Étymologie: μώλωψ.

Russian (Dvoretsky)

μωλωπίζω: досл. покрывать синяками, перен. увечить, уродовать (συμπεφυρμένος καὶ μεμωλωπισμένος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μωλωπίζω: τραυματίζω ἰσχυρῶς, τινὰ Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - παθ., μεμωλωπισμένος φέρων σημεῖα κακώσεως καὶ πληγῶν, «πληγωμένος», Πλούτ. 2. 126C.

Greek Monolingual

(ΑΜ μωλωπίζω) μώλωψ
1. χτυπώ κάποιον και του προξενώ κακώσεις, μώλωπες, σε διάφορα σημεία του σώματός του
2. (το μέσ. και παθ.) μωλωπίζομαι
έχω μώλωπες που προκλήθηκαν από δική μου ενέργεια
αρχ.
1. μοιάζω με τσιμπήματα κουνουπιών
2. (το παθ.) έχω στο σώμα μώλωπες, σημεία κακώσεων που προκλήθηκαν από άλλον.