διαβατέος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A that must be crossed or passed through, ποταμός X.An.2.4.6; νάπος ib.6.5.12.
II διαβατέον one must cross, Plb. 5.51.5, Plu.Luc.31, etc.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que ha de ser atravesado ποταμός X.An.2.4.6, τὸ νάπος X.An.6.5.12.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'on peut traverser.
Étymologie: adj. verb. de διαβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
διαβᾰτέος: [adj. verb. к διαβαίνω
1 переходимый, доступный для переправы (ποταμός Xen.);
2 проходимый (τὸ νάπος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
διαβᾰτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ὀφείλει τις νὰ διαβῇ ἢ περάση, ποταμὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6· νάπος αὐτόθι 6. 5, 12.
Greek Monotonic
διαβᾰτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει διαβατός, σε Ξεν.
Middle Liddell
διαβᾰτέος, η, ον verb. adj. of διαβαίνω
that can be crossed or passed through, Xen.