διαβατέος

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβᾰτέος Medium diacritics: διαβατέος Low diacritics: διαβατέος Capitals: ΔΙΑΒΑΤΕΟΣ
Transliteration A: diabatéos Transliteration B: diabateos Transliteration C: diavateos Beta Code: diabate/os

English (LSJ)

α, ον,
A that must be crossed or passed through, ποταμός X.An.2.4.6; νάπος ib.6.5.12.
II διαβατέον one must cross, Plb. 5.51.5, Plu.Luc.31, etc.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que ha de ser atravesado ποταμός X.An.2.4.6, τὸ νάπος X.An.6.5.12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'on peut traverser.
Étymologie: adj. verb. de διαβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

διαβᾰτέος: [adj. verb. к διαβαίνω
1 переходимый, доступный для переправы (ποταμός Xen.);
2 проходимый (τὸ νάπος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβᾰτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ὀφείλει τις νὰ διαβῇ ἢ περάση, ποταμὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6· νάπος αὐτόθι 6. 5, 12.

Greek Monotonic

διαβᾰτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει διαβατός, σε Ξεν.

Middle Liddell

διαβᾰτέος, η, ον verb. adj. of διαβαίνω
that can be crossed or passed through, Xen.