ἐκδοτέον

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδοτέον Medium diacritics: ἐκδοτέον Low diacritics: εκδοτέον Capitals: ΕΚΔΟΤΕΟΝ
Transliteration A: ekdotéon Transliteration B: ekdoteon Transliteration C: ekdoteon Beta Code: e)kdote/on

English (LSJ)

A one must give up, τοὺς αἰτίους Plb.3.21.7; Καίσαρα τοῖς βαρβάροις Plu.Caes.22, cf. Ph.2.314.
2 one must give in marriage, Ar.Av.1635, Pl.Ep. 361d.

Spanish (DGE)

1 hay que entregar al acusado en un litigio ἐ. τοῖς ἐγκαλοῦσιν D.23.79, τοὺς αἰτίους ἐ. εἶναι σφίσι que había que entregarles a los culpables Plb.3.21.7, ἐ. ἐστι τὸν Καίσαρα τοῖς βαρβάροις Plu.Caes.22, ἐ. ἐπ' ἀναιρέσει ref. a ladrones, Ph.2.314.
2 hay que entregar en matrimonio en la ceremonia del matrimonio en que se constituye la dote τὴν κόρην γυναῖκ' ἐμοὶ ἐ. ἐστίν Ar.Au.1634, ταύτας (θυγατέρας) ἐ. ἐμοί ἐστιν Pl.Ep.361d.
3 de textos hay que interpretar Didym.in Ps.cat.15.8-9ab.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδοτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις να παραδώσῃ, Πλουτ. Καῖσ. 22. 2) πρέπει τις να δώσῃ εἰς γάμον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1635, Πλάτ. Ἐπιστ. 361D.

Greek Monotonic

ἐκδοτέον: ρημ. επίθ. του ἐκδίδωμι·
1. αυτό που πρέπει να παραδοθεί, σε Πλούτ.
2. αυτό που πρέπει να δοθεί σε γάμο, σε Αριστοφ.