βώμαξ

Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ᾱκος, ὁ, ἡ,
A = βωμολόχος, Agath.2.30, EM199.2, Suid.
II βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, Dim. of βωμός, AB85. βώμενος· βωμός, Hsch.

Spanish (DGE)

-ακος, ὁ, ἡ
1 pequeño altar, altarcito Ar.Fr.801.
2 bufón Telecl.61, βωμολόχος καὶ β. Suet.Blasph.6, ὁ β. ἐκεῖνος καὶ ἔμπληκτος Agath.2.30.2, EM 199.2G., Sud.

German (Pape)

[Seite 469] ακος, ὁ, = βωμολόχος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βώμαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, = βωμολόχος, Ἀγαθ. 130. 21, Ἐτυμ. Μ., Σουΐδ.· ἴδε κώμαξ· ― ἐντεῦθεν βωμάκευμα, τό, = βωμολόχευμα, Ἀπολλ. Καρ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. Πολ. 606C. ΙΙ.βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ βωμός, Α. Β. 85. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Δράκοντα 18].

Greek Monolingual

(I)
βώμαξ, ο, η (Μ)
ο βωμολόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) -αξ (πρβλ. κόρδαξ «χορός», φλύαξ «αστείος» κ.λπ.].
(II)
βῶμαξ, η (Α)
μικρός βωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) -αξ, (πρβλ. βώλαξ, σκύλαξ κ.λπ.)].