διαβιάζομαι
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
strengthened for βιάζομαι, E.IT1365, LXX Nu.14.44; δ. τὴν ἀσθένειαν τῇ συνηθείᾳ τῇ πρὸ τοῦ Plb.23.12.2; of plants, penetrate the soil in germination, Thphr. CP 2.17.7.
Spanish (DGE)
1 tr. forzar hasta el fondo esp. aor. διαβιάσασθαι γὰρ τὴν γῆν ref. a las plantas que se abren paso en la tierra Thphr.CP 2.17.7, cf. Ign.23
•fig. forzar hasta el fondo, vencer, dominar διαβιασάμενος δὲ τὴν ἀσθένειαν y habiendo vencido su debilidad Plb.23.12.2
•simpl. presionar sobre τὰ δὲ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον (πνεῦμα) Pl.Ti.84d, cf. Thphr.CP 6.2.4
•obligar, forzar c. inf. πρὸς σ' ἕπεσθαι διεβιαζόμεσθά νιν le obligamos a seguirle E.IT 1365, c. ac. διαβιασάμενος τὸν κόσμον τῶν νόμων I.AI 19.173.
2 intr. obstinarse διαβιασάμενοι ἀνέβησαν ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους LXX Nu.14.44.
French (Bailly abrégé)
ao. διεβιασάμην;
forcer, contraindre, acc..
Étymologie: διά, βιάζομαι.
German (Pape)
verstärktes βιάζομαι, Eur. I.T. 1365 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
διαβιάζομαι: силой заставлять, принуждать (τινα ποιεῖν τι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
διαβιάζομαι: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ βιάζομαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1365· ἐπὶ φυτῶν, ἐκβιάζω τὴν ἔξοδόν μου διὰ τοῦ ἐδάφους, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 17, 7.
Greek Monotonic
διαβιάζομαι: επιτετ. τύπος αντί βιάζομαι, σε Ευρ.
Middle Liddell
[strengthened for βιάζομαι Eur.]