ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ῆρος, ὁ, (πιπίσκω)
A = ποτίστρα, Hsch. s.v. πισμός.
[Seite 620] ῆρος, ὁ, = ποτιστήρ, ποτιστής (?).