διδακτυλιαῖος
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
α, ον, two fingers long or broad, διάστημα S.E.M. 10.156, cf. Heliod. ap. Orib.48.23.2, etc.:—so δῐδάκτῠλ-ος, ον, Hp.Art.7, Thphr. HP 9.5.3, IG22.463.78.
Spanish (DGE)
-α, -ον
de dos dedos de longitud o anchura, διάστημα Dsc.Eup.1.235, S.E.M.10.156, τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.26, ταινίδιον Orib.48.22.2, cf. Gal.18(1).821.
German (Pape)
[Seite 615] α, ον, zwei Finger lang, breit, Sext. Emp. adv. math. 10, 156.
Greek (Liddell-Scott)
διδακτυλιαῖος: -α, -ον, δύο δακτύλων μῆκος ἢ πλάτος ἔχων, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 156· ‒ οὕτω διδάκτῠλος, ον, Ἱππ. Ἄρθρ. 783, Θεόφρ. Φ. Ι. 9, 5.
Russian (Dvoretsky)
διδακτῠλιαῖος: размером (шириной) в два дактиля (ок. 4 см) (διάστημα Sext.).