ἐξαγωγός
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ὁ,
A waste-pipe for letting off water, Timarch. ap.Ath.11.501f, PLond.3.1177.315 (ii A.D.).
II overflow drain, PPetr.2p.14 (iii B.C.), etc.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Morfología: [tb. ἡ ἐ. PPetr.2.4.11.1 (III a.C.), SB 16652.322 (II d.C.)]
canal de desagüe, desagüe ἐ. κρηνῶν SB 16652.315 (II d.C.), en los baños, Timarchus en Ath.501f, ἐν τῇ ἀγορᾷ IBeroeae 41.6 (II d.C.)
•desagüe, acequia de drenaje ἡ ἐ. ἡ φέρουσα ἐκ Τεβετνου ... εἰς Κερκεησιν PPetr.l.c., ὁ ἐ. ὁ εἰς τὸ ῥύμιον φέρων SB 7188.18 (II a.C.), cf. PPetr.3.94b.8, 94c.5 (ambos III a.C.), PTeb.1117.41 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 862] ὁ, Loch zum Ablassen des Wassers, Timarch. bei Ath. XI, 501 f. l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαγωγός: -οῦ, ὁ, ἐπὶ βαλανείων, ἡ ὀπὴ δι’ ἧς διοχετεύονται ἔξω τὰ ἀκάθαρτα ὕδατα τὰ ἐκ τῶν λουομένων, Τίμαρχος παρ’ Ἀθην. 501Ε.
Greek Monolingual
ο (Α ἐξαγωγός) εξάγω
νεοελλ.
εξαγωγέας
αρχ.
οχετός για την αποχέτευση υδάτων.