συντριμμός

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντριμμός Medium diacritics: συντριμμός Low diacritics: συντριμμός Capitals: ΣΥΝΤΡΙΜΜΟΣ
Transliteration A: syntrimmós Transliteration B: syntrimmos Transliteration C: syntrimmos Beta Code: suntrimmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A = σύντριμμα ΙΙ, ruin, ib.Ze.1.10, al.
II συντριμμοὶ θανάτου afflictions, miseries, ib.2 Ki.22.5.

Greek (Liddell-Scott)

συντριμμός: ὁ, = σύντριμμα ΙΙ, ὄλεθρος, Ἑβδ. (Σοφον. Α΄, 10). ΙΙ. συντριμμοὶ θανάτου, θλίψεις, ἀθλιότητες, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 5).

Greek Monolingual

ο, ΜΑ συντρίβω
μσν.
συντριβή, θραύση, θρυμματισμός
αρχ.
1. καταστροφή, όλεθρος («ὀλολυγμὸς... καὶ συντριμμὸς μέγας ἀπὸ τῶν βουνῶν», ΠΔ)
2. φρ. «συντριμμοὶ θανάτου» — θλίψεις, πικρίες (ΠΔ).

German (Pape)

ὁ, = σύντριψις, LXX.