κατοικικός
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
κατοικική, κατοικικόν, assigned to the inhabitants, of the inhabitants of a colony, κλῆρος PTeb.105.13 (ii B.C.), etc.; γῆ POxy.46.22 (100 A.D.); ὑποθήκη ib.2134.14 (ii A.D.).
Greek Monolingual
κατοικικός, -ή, -όν (Α) κάτοικος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κατοίκους, την τάξη πολιτών της αρχαίας Αιγύπτου.