διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
Full diacritics: περιρρίπτω | Medium diacritics: περιρρίπτω | Low diacritics: περιρρίπτω | Capitals: ΠΕΡΙΡΡΙΠΤΩ |
Transliteration A: perirríptō | Transliteration B: perirriptō | Transliteration C: perirripto | Beta Code: perirri/ptw |
cast around or over, μυίῃσι… χεῖρα prob. in Q.S.8.332:—Pass., aor. 2 inf. περιρριφῆναι Sch.A.R.2.1210; to be thrown about, νεκρά, ὀστᾶ, Agath.2.1,23.
Α
1. ρίχνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο
2. παθ. περιρ-, ρίπτομαι
ρίχνομαι γύρω, ολόγυρα, διασκορπίζομαι.