φατικός
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
φατική, φατικόν, (φημί) assertory: especially of unsupported assertion. Phld. Rh.1.8, 2.119 S. Adv. φατικῶς ib.1.120 S.; φ. μόνον χωρὶς πίστεως ib. 1.40 S.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φατικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
φρ. «φατική επικοινωνία»
(κοινων.) διαδικασία επικοινωνίας, κατά την οποία μεταδίδονται, με τη χρήση ενός κοινού κώδικα για τον πομπό και τον δέκτη, καταστάσεις συναισθημάτων που χρησιμεύουν για τη δημιουργία κοινών στάσεων και κοινωνικής αλληλεγγύης
αρχ.
1. φλύαρος, πολυλογάς
2. βεβαιωτικός, καταφατικός.
επίρρ...
φατικῶς Α
με πολλά και χωρίς σημασία λόγια, με φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -τικός (βλ. και λ. -ικος)].