ἐξαυλίζομαι

Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

leave one's quarters, ἐ. εἰς κώμας go out of camp into villages, X.An.7.8.21; -ισάμενοι ἀνεμένομεν v.l. in Luc.VH1.37.

Spanish (DGE)

I 1levantar el campamentoἈσιδάτης ... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας Asidates levanta el campamento en dirección a unas aldeas X.An.7.8.21.
2 acampar ἡμεῖς δὲ τὴν ἔφοδον ὑποπτεύοντες ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Luc.VH 1.37 (cód.)
en perf. pas. estar situado fuera ἦσαν ἀλλογενεῖς καὶ τῆς ἐξ Ἰσραὴλ ἀγέλης ἐξηυλισμένοι Cyr.Al.M.69.596C.
II ref. a la madera desbastar, part. perf. pas., de troncos desgastados κατάξηρα καὶ ἐξαυλισμένα glos. a αὖα πάλαι Sch.Od.5.240.

German (Pape)

[Seite 874] dep. pass., aus dem Quartier aufbrechen, ausrücken, Xen. An. 7, 8, 21.

French (Bailly abrégé)

changer de campement ou de quartier, décamper.
Étymologie: ἐξ, αὐλίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυλίζομαι: выселяться, воен. выступать (с места стоянки), переносить свою стоянку (εἰς κώμας τινάς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυλίζομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι τῆς αὐλῆς ἐν ᾗ διέμενον, ἐπὶ στρατοῦ, ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 37 (διαφ. γρ. ἐξοπλισάμενοι)· ὁ δὲ Ἀσιδάτης... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας ὑπὸ τὸ Παρθένιον πόλισμα ἐχούσας, κατέλιπε τὴν θέσιν του καὶ ὑπῆγε καὶ ηὐλίσθη, κατέλυσεν εἰς κώμας, κτλ., Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21.

Greek Monolingual

ἐξαυλίζομαι (AM) αυλίζομαι
βγαίνω από το στρατόπεδο και καταλύω κάπου («ἐξαυλίζεται εἰς κώμας», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐξαυλίζομαι: μέλ. -ίσομαι, αποθ., εγκαταλείπω το σημείο στρατοπέδευσης, εξέρχομαι από το στρατόπεδο προς την πόλη, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ίσομαι
Dep. to leave one's quarters, to go out of camp into villages, Xen.