πρόγαμος

From LSJ
Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόγᾰμος Medium diacritics: πρόγαμος Low diacritics: πρόγαμος Capitals: ΠΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: prógamos Transliteration B: progamos Transliteration C: progamos Beta Code: pro/gamos

English (LSJ)

πρόγαμον,
A betrothed, νύμφαι Tryph.341.
II before a marriage: Πρόγαμοι title of a play by Menander, Stob.1.7.2.

German (Pape)

[Seite 713] vorher heirathend oder verheirathet, Tryphiod. 332; – οἱ πρόγαμοι, Titel einer Comödie des Menander, nach Mein. p. 149 = προγάμια.

Russian (Dvoretsky)

πρόγᾰμος:жених Men.

Greek (Liddell-Scott)

πρόγᾰμος: -ον, ὁ πρότερον νυμφευόμενος, νύμφαι Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-.) 341. ΙΙ. ὁ πρὸ τοῦ γάμου ἢ τῆς τελετῆς τοῦ γάμου· Πρόγαμοι ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου, ἴδε Meineke.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόγαμος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. προγαμιαίος, προγάμιος
2. φρ. «πρόγαμος δωρεά»
(παλαιότερα) η προγαμιαία δωρεά
αρχ.
1. μνηστευμένος, αρραβωνιασμένος
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Πρόγαμοι
(ως τίτλος έργου του Μενάνδρου) οι μελλόνυμφοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + γάμος (πρβλ. δύσγαμος)].