στεάτινος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
[ᾱ], η, ον, (στέαρ ΙΙ) = σταίτινος, Aesop.58:—also στεατίτης [ῑ] (sc. πλακοῦς), ὁ, Hsch. s.v. πίονες.
German (Pape)
[Seite 931] von Talg, Sp. – Auch = σταίτινος, Aesop. fab. 18, Ern.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de pâte.
Étymologie: στέαρ.
Russian (Dvoretsky)
στεάτῐνος: Aesop. = σταίτινος.
Greek (Liddell-Scott)
στεάτῑνος: -η, -ον, (στέαρ ΙΙ), = σταίτινος, Αἴσωπ. 36 (Furia)· - ὡσαύτως στεατίτης (ἐξυπακ. πλακοῦς), ὁ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο / στεάτινος, -ίνη, -ον, ΝΑ στέαρ, -ατος]
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται ή παρασκευάζεται από στέαρ
αρχ.
(για άρτο) σταίτινος.