θεοπλάστης

From LSJ
Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπλάστης Medium diacritics: θεοπλάστης Low diacritics: θεοπλάστης Capitals: ΘΕΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: theoplástēs Transliteration B: theoplastēs Transliteration C: theoplastis Beta Code: qeopla/sths

English (LSJ)

θεοπλάστου, ὁ,
A maker of gods, i.e. of their images, Ar.Fr. 787.
II the divine Creator, Ph.2.490.

German (Pape)

[Seite 1197] ὁ, Götterbildner, Man. 4, 569; Poll. 1, 12.

Russian (Dvoretsky)

θεοπλάστης: ου ὁ изготовляющий изображения (досл. ваятель) богов Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπλάστης: -ου, ὁ, πλάττων, κατασκευάζων θεούς, εἰκόνας θεῶν, ἀγαλματοποιός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 617, Πολυδ. Α’, 12. ΙΙ. ὁ θεῖος Δημιουργός, Φίλων 2, 490.

Greek Monolingual

θεοπλάστης, ὁ (Α)
1. αυτός που κατασκευάζει εικόνες θεών
2. ο θείος δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειοπλάστης, ζαχαροπλάστης.