ἐπισκιασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A shading, covering, Hsch.
II. weak sight, Vett.Val.110.36(pl.), al.
German (Pape)
[Seite 979] ὁ, Beschattung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκιασμός: ὁ, «κάλλυμα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπισκιασμός, ὁ (Α)
1. κάλυμμα
2. αδύνατη όραση.