λαθροδάκνης

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαθροδάκνης Medium diacritics: λαθροδάκνης Low diacritics: λαθροδάκνης Capitals: ΛΑΘΡΟΔΑΚΝΗΣ
Transliteration A: lathrodáknēs Transliteration B: lathrodaknēs Transliteration C: lathrodaknis Beta Code: laqroda/knhs

English (LSJ)

λαθροδάκνου, ὁ, biting secretly, λαθροδάκναι κόριες, of the Grammarians, ib.11.322 (Antiphan.):—also λαθροδήκτης, ου, ὁ, Phryn.PSp.87 B.

German (Pape)

[Seite 6] ὁ, heimlich, tückisch beißend, κόριες heißen die Grammatiker, Antiphan. ep. 5 (XI, 322)

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui mord insidieusement.
Étymologie: λάθρᾳ, δάκνω.

Russian (Dvoretsky)

λαθροδάκνης: кусающий исподтишка (κόριες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λαθροδάκνης: -ου, ὁ, ὁ κρυφίως δάκνων, λ. κόριες, περὶ τῶν Γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322· - ὡσαύτως λαθροδήκτης, ου. ὁ, κύνες λυσσῶντες, λαθροδῆκται Ἰγνατ. Ἐπιστ. πρὸς Ἐφ. σ. 220, Α. Β. 50.

Greek Monolingual

λαθροδάκνης, ό, ή λαθρόδακνος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει ύπουλα, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -δάκνης / -δακνος (< δάκνω)].

Greek Monotonic

λαθροδάκνης: -ου, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει στα κρυφά, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαθρο-δάκνης, ου, ὁ, δάκνω
biting secretly, Anth.