λαθροδάκνης
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
λαθροδάκνου, ὁ, biting secretly, λαθροδάκναι κόριες, of the Grammarians, ib.11.322 (Antiphan.):—also λαθροδήκτης, ου, ὁ, Phryn.PSp.87 B.
German (Pape)
[Seite 6] ὁ, heimlich, tückisch beißend, κόριες heißen die Grammatiker, Antiphan. ep. 5 (XI, 322)
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui mord insidieusement.
Étymologie: λάθρᾳ, δάκνω.
Russian (Dvoretsky)
λαθροδάκνης: кусающий исподтишка (κόριες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λαθροδάκνης: -ου, ὁ, ὁ κρυφίως δάκνων, λ. κόριες, περὶ τῶν Γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322· - ὡσαύτως λαθροδήκτης, ου. ὁ, κύνες λυσσῶντες, λαθροδῆκται Ἰγνατ. Ἐπιστ. πρὸς Ἐφ. σ. 220, Α. Β. 50.
Greek Monolingual
λαθροδάκνης, ό, ή λαθρόδακνος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει ύπουλα, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -δάκνης / -δακνος (< δάκνω)].
Greek Monotonic
λαθροδάκνης: -ου, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει στα κρυφά, σε Ανθ.