καλαθοειδής

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰθοειδής Medium diacritics: καλαθοειδής Low diacritics: καλαθοειδής Capitals: ΚΑΛΑΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kalathoeidḗs Transliteration B: kalathoeidēs Transliteration C: kalathoeidis Beta Code: kalaqoeidh/s

English (LSJ)

καλαθοειδές, basket-shaped, narrow at the base, Cleom.2.2, Gal.18(1).822, Theo Sm.p.196H., Simp.in Cael.546.31. Adv. καλαθοειδῶς Heraclit.All.46.

German (Pape)

[Seite 1306] ές, korbförmig, Sp.

Greek Monolingual

καλαθοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα καλαθιού, ο στενός στη βάση του.
επίρρ...
καλαθοειδῶς (Α)
με σχήμα ή μορφή καλαθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβοειδής, σφαιροειδής].