ἑκτός
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ἑκτή, ἑκτόν, (ἔχω); ἑκτά, τά, the qualities of substances (opp. aggregates), Stoic.2.129,150; ἑκτά in Ath.10.420d appears to be corrupt.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
fil. que puede ser tenido o poseído τῶν ἀγαθῶν ... τὰ μὲν γάρ ἐστιν ἑκτά D.L.3.105
•en la fil. estoica, neutr. plu. subst. τὰ ἑκτά cualidades que puede tener la sustancia por op. a las adquiridas τὰς γὰρ ποιότητας ἑκτά λέγοντες Chrysipp.Stoic.2.129.12, θαυμάζω δὲ τῶν Στωϊκῶν χωριζόντων τὰς ἕξεις ἀπὸ τῶν ἑκτῶν Chrysipp.Stoic.2.150.44, Περὶ ἑκτῶν tít. de una obra de Cornuto POxy.3649.
German (Pape)
[Seite 782] was man haben, besitzen kann, D. L. 3, 105.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἔχω, ὃν δύναταί τις νὰ ἔχῃ, τὰ μὲν οὖν ἑκτά ἐστιν, ὅσα ἐνδέχεται ἔχειν, οἷον ἡ δικαιοσύνη κτλ. Διογ. Λ. 3. 105˙ ἡ ἐν Ἀθηναίῳ (420D) φράσις τὰ ἑκτὰ τρύπα, φαίνεται ἐφθαρμένη.
Russian (Dvoretsky)
ἑκτός: [adj. verb. к ἔχω могущий быть предметом обладания, которым можно владеть (ἀγαθὰ ἑκτὰ καὶ μεθεκτὰ καὶ ὑπαρκτά Diog. L.).