κόνιος

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόνῐος Medium diacritics: κόνιος Low diacritics: κόνιος Capitals: ΚΟΝΙΟΣ
Transliteration A: kónios Transliteration B: konios Transliteration C: konios Beta Code: ko/nios

English (LSJ)

α, ον, (κόνις)
A dusty, χέρσος Pi.N.9.43.
II causing dust, epithet of Zeus, Paus.1.40.6.

German (Pape)

[Seite 1481] staubig; χέρσος Pind. N. 9, 48; – auch Beiname des Zeus, Paus. 1, 40, 6.

Russian (Dvoretsky)

κόνιος: пыльный или песчаный (χέρσος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

κόνιος: -α, -ον, (κόνις) κονιορτώδης, χέρσος Πινδ. Ν. 9. 102. ΙΙ. ἐγείρων κονιορτόν, ἐπιθ. τοῦ Διὸς Παυσ. 1. 40, 6.

English (Slater)

κόνιος dusty πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι (N. 9.43)

Greek Monolingual

κόνιος, -ία, -ον (Α) κόνις
1. γεμάτος σκόνη, κονιορτώδης
2. (ως επίθ. του Διός) Κόνιος
αυτός που σηκώνει κονιορτό («Διὸς Κονίου ναός», Παυσ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόνιος -α -ον [κόνις] stoffig.