δικτυόομαι
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Pass.,
A to be wrought in net-work, LXX 3 Ki.7.18(6).
II to be caught in a net, Babr.107.11.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυόομαι: κατασκευάζομαι δικτυοειδῶς, Ἑβδ. (3 Βασιλ. ζ΄, 18), Εὐστ. ΙΙ. συλλαμβάνομαι ἐν δικτύῳ, Βάβρ. 107. 11.
Greek Monotonic
δικτυόομαι: Παθ., πιάνομαι στο δίχτυ, σε Βάβρ.
Middle Liddell
Pass. to be caught in a net, Babr.