πάγκυφος

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκῡφος Medium diacritics: πάγκυφος Low diacritics: πάγκυφος Capitals: ΠΑΓΚΥΦΟΣ
Transliteration A: pánkyphos Transliteration B: pankyphos Transliteration C: pagkyfos Beta Code: pa/gkufos

English (LSJ)

πάγκυφον, quite crooked, π. ἐλαία the sacred olive-tree in the citadel at Athens, because of its dwarfed and twisted shape, Ar.Fr.727.

German (Pape)

[Seite 436] ganz krumm, ἐλάα, Ar. frg. 664 bei Poll. 6, 163, der heilige Oelbaum auf der Burg in Athen, weil er krumm und niedrig war.

Russian (Dvoretsky)

πάγκῡφος: (о священном масличном дереве на афинском Акрополе) весь искривленный (ἐλαία Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

πάγκῡφος: τό, ἐντελῶς κυφός, π. ἐλαία, ἡ ἱερὰ ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως ἐλαία, ὡς ἐκ τῆς χθαμαλότητος αὐτῆς καὶ τοῦ συνεστραμμένου σχήματος, Ἀριστόφ. Ἀποσπάσμ. 664· πρβλ. Müller Archäol d. Kunst § 371. 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάγκυφος· ἐλαίας εἶδός τι κατακεκυφὸς καὶ ταπεινὸν ἐν τῇ ἀκροπόλει».

Greek Monolingual

πάγκυφος, -ον (Α)
1. εντελώς κυφός, τελείως κυρτός, καμπουριασμένος
2. φρ. «πάγκυφος ἐλαία» — η ιερή ελιά της Ακροπόλεως η οποία ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του συνεστραμμένου σχήματος του κορμού και της κυφότητας που παρουσίαζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κυφός (< κύπτω)].