ἀναλδής
English (LSJ)
ἀναλδές, (ἀλδαίνω) not thriving, feeble, καρποί Hp.Aër.15; barren, Ar.V.1045 (anap.); ἄρουραι ἀναλδέα φυλλιόωσαι without fruiting, Arat.333.
Spanish (DGE)
-ές
1 raquítico, pequeño καρποί Hp.Aër.15, οὐκέτι κεῖνον φυταλιαὶ ... ψεύδονται ἀναλδέα φυλλιόωσαι los árboles frutales ya no le pueden engañar cubriéndose de hojas desmedradas Arat.333
•de estrellas poco brillante Arat.394.
2 fig. estéril, infructuoso διανοίας ... ἀναλδεῖς Ar.V.1045.
German (Pape)
[Seite 195] ές, 1) nicht gedeihend, kraftlos, Ar. Vesp. 1045. – 2) das Wachsthum hemmend, von den Gestirnen, Arat. 333; aber ἀστέρες ἀναλδέες 394 sind kleine Sterne.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui ne croît pas, qui reste petit ou chétif;
2 qui arrête la croissance.
Étymologie: ἀ, ἀλδαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλδής: невсхожий, не дающий ростков, нежизнеспособный Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλδής: -ές, (ἀλδαίνω) ὁ μὴ προκόπτων, ὁ μὴ καλῶς ἀναπτυσσόμενος, «οἵ τε καρποὶ οἱ γινόμενοι αὐτέοισι πάντες ἀναλδέες εἰσί», «ἀναυξεῖς» Ἐρωτιαν., κοιν. «ἀρρωστιάρικοι», Ἱππ. περὶ Ἀέρ. LXXXIII, ἔκδ. Κοραῆ. Ἴδε σημ. τοῦ αὐτοῦ ἐν Β΄ τόμ. Γαλλ. ἔκδ. σ. 233· πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1045. 2) ἐνεργ., ὁ παρακωλύων τὴν αὔξησιν, Ἄρατ. 333.
Greek Monolingual
ἀναλδής, -ές (Α) ἀναλδαίνω
1. (για καρπούς) αυτός που δεν αυξάνεται, δεν αναπτύσσεται κανονικά, ατροφικός
2. (για άνδρα) άγονος, άκαρπος.
Greek Monotonic
ἀναλδής: -ές (ἀλδαίνω), μη ακμαίος, μη ρωμαλέος, άρρωστος, ασθενής, σε Αριστοφ.