ἀδιπλασίαστος
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ἀδιπλασίαστον, ἀδίπλαστος, ἀδίπλαστος, ἀδιπλασίαστος, ἀδίπλωτος, not doubled, of letters, Eust.781.15. Adv. ἀδιπλασιάστως Id.870.63.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀδιαπλ- Eust.961.35
gram.
1 no geminado Eust.781.16, 961.35.
2 adv. -ως sin geminar Eust.870.62.
• Etimología: La var. ἀδιαπλ- surge prob. por cruce de ἀδιπλασίαστος con la raíz de διάπλασις, διαπλάσσω, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιπλασίαστος: -ον, ὁ μὴ διπλασιασθείς· καὶ ἐπίρρ. -τως, Εὐστ.
German (Pape)
nicht verdoppelt, Eust.