εἰκοσινήριτος

Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εἰκοσινήριτον, (εἴκοσιν, ἀρι- 'count', cf. ἀριθμός) , δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα a ten-, yea twentyfold ransom, Il.22.349.

Spanish (DGE)

(εἰκοσῐνήρῐτος) -ον
que vale veinte veces más c. el sent. aumentativo de que vale muchísimo más δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα Il.22.349.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vingt fois innombrable, càd très grand.
Étymologie: εἴκοσι, νήριτος.

German (Pape)

εἰκ. ἄποινα, Il. 22.349, zwanzigfaches Lösegeld, Abltg zweifelhaft, νήριτος, unbestritten zwanzig ?

Russian (Dvoretsky)

εἰκοσινήριτος: двадцать раз неисчислимый, т. е. несметный (ἄποινα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσινήριτος: -ον, μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 349, εἰκοσινήριτ’ ἄποινα, εἰκοσαπλασίονα λύτρα, (ἐκ τοῦ νήριτος = νήριστος, δηλ. ἄνευ ἔριδος, ἀδιαφιλονεικήτως εἰκοσαπλάσια, ἕτεροι ἐκ τοῦ εἴκοσιν ἐρίζοντα, δηλ. ἐξισούμενα· κατὰ τὸν Σχολ. «εἰκοσάκις ἐξισούμενα τῇ τοῦ σώματος σωτηρίᾳ. τὸ γὰρ ἐρίζειν ἐξισοῦσθαί ἐστιν»).

English (Autenrieth)

twenty-fold, Il. 22.349†.

Greek Monotonic

εἰκοσινήριτος: -ον, είκοσι φορές τόσος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

εἰκοσι-νήριτος, ον
twenty-fold without dispute, Il.