τετραφαλαγγία

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰφᾰλαγγία Medium diacritics: τετραφαλαγγία Low diacritics: τετραφαλαγγία Capitals: ΤΕΤΡΑΦΑΛΑΓΓΙΑ
Transliteration A: tetraphalangía Transliteration B: tetraphalangia Transliteration C: tetrafalaggia Beta Code: tetrafalaggi/a

English (LSJ)

ἡ, corps of four phalanxes or a phalanx in four divisions, i.e. of 16,384 men, Plb.12.20.7, Arr.Tact.28.6, Ael.Tact.36.6, Polyaen.4.7.12.

German (Pape)

[Seite 1099] ἡ, vier Phalangen od. eine in vier Abtheilungen getheilte Phalanx; Pol. 12, 20, 7; Aen. Tact. 40; Suid.

Russian (Dvoretsky)

τετραφᾰλαγγία: ἡ воен. соединение из четырех фаланг Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰφᾰλαγγία: ἡ, σῶμα στρατιωτικὸν ἐκ τεσσάρων φαλάγγων ἢ φάλαγξ διῃρημένη εἰς τέσσαρας μοίρας, δηλ. ἐξ ἀνδρῶν 16. 384, Πολύβ. 12. 20, 7, Αἰλ. Τακτ. 40.

Greek Monolingual

ἡ, Α
στρατιωτικό σώμα από τέσσερεις φάλαγγες ή φάλαγγα διαιρεμένη σε τέσσερεις μοίρες, δηλαδή συνολικά από 16.384 άνδρες («ἄγειν διφαλαγγίαν ἤ τετραφαλαγγίαν ἁρμόζουσαν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + φάλαγξ, -αγγος + κατάλ. -ία].