πεντέγραμμος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
πεντέγραμμον, consisting of five lines, πεσσὰ π. draughts played on a board with five lines, S.Fr.429; cf. πεντάγραμμον.
German (Pape)
[Seite 557] = πεντάγραμμος, Soph. frg. 381, πεσσά, vgl. Lob. Phryn. 413.
Russian (Dvoretsky)
πεντέγραμμος: пятилинейный (πεσσά Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
πεντέγραμμος: -ον, ὁ ἐκ πέντε γραμμῶν ἀποτελούμενος, πεσσὰ πεντάγραμμα καὶ κύβων βολὰς Σοφ. Ἀποσπ. 581 ἐκ τοῦ Ἡσυχ., ἔνθα: «παρ’ ὅσον πέντε γραμμαῖς ἔπαιζον, διαφέρει δὲ πεττεία κυβείας. ἐν ᾗ μὲν γὰρ τοὺς κύβους ἀναρρίπτουσιν· ἐν δὲ τῇ πεττείᾳ αὐτὸ μόνον τὰς ψήφους μετακινοῦσι».: ― πεντάγραμμον, τό, σχῆμα ἀστέρος, ὃ ἐσχημάτιζον οἱ Πυθαγόρειοι διὰ συμπλοκῆς τριγώνων σχημάτων, οὕτω, κοινῶς τὸ σχῆμα τοῦτο ὀνομάζεται πεντάλφα, ἴδε τὴν λέξιν, Λουκ. ὑπὲρ τοῦ Πταίσματ. 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πεντάγραμμος.