δυσέφικτος

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέφικτος Medium diacritics: δυσέφικτος Low diacritics: δυσέφικτος Capitals: ΔΥΣΕΦΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dyséphiktos Transliteration B: dysephiktos Transliteration C: dysefiktos Beta Code: duse/fiktos

English (LSJ)

δυσέφικτον, hard to come at, Plb.31.25.3, Plu.2.65e, Phld.Rh.2.119 S.; ἀνθρώπῳ Ecphant. ap. Stob.4.7.64; hard to understand, Vett.Val.272.8, al.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de conseguir, difícil de alcanzar στέφανος Plb.31.25.3, ἡ τῶν πεπραγμένων ἀνάληψις D.S.1.3, cf. 4.1, 8, Phld.Rh.1.295, 2.119, δυσέφικτα φρονήσεως πέρατα Ph.1.457, ὧν ὁ ἔπαινος δ. ... λόγῳ cuya alabanza es difícil de plasmar en palabras, IPE 12.42.8 (II/III d.C.), ἡ ἐγχείρησις Ast.Am.Hom.8.1.3, ἀρετή Chrys.M.62.240
de éxito difícil ἡ ἐπὶ τούτους στρατεία D.S.4.17, ἆθλος D.S.4.40
de lugares inaccesible c. dat. τὸ μὲν ὕψος τῶν πύργων δ. ... βέλει I.BI 3.287, cf. 4.75, τῶν ... τόπων τὰ ὑψηλὰ ... δυσέφικτα ... τοῖς ἐπιβουλεύουσι Plu.2.65e.
2 fig. difícil de comprender, difícil de entender χρῆμα ... δ. ἀνθρώπῳ de la naturaleza divina del poder, Ecphant.80.14, de la distribución de los climas, Vett.Val.332.19, cf. 329.28, τὸ δὲ ὑπὲρ ὑμᾶς, ὅσῳ δυσεφικτότερον, τοσούτῳ θαυμασιώτερον y lo que nos supera, cuanto más difícil de comprender, tanto más maravilloso Gr.Naz.M.35.904A, cf. Cyr.Al.M.68.456C
c. inf. difícil de τὴν ἄλλην πομπὴν λέγειν ἐστὶ δ. Plb.30.25.12, δ. ἐγίνετο διαγνῶναι πότερον ... A.D.Synt.148.7
neutr. subst. τὸ δυσέφικτον = la dificultad de comprender Phot.Bibl.188a27.
II adv. δυσεφίκτως = de manera difícil de comprender ἡμῖν δ. ἔφρασε Didym.Trin.1.18.24.

German (Pape)

[Seite 680] schwer zu erreichen; στέφανος Pol. gg, 11; D. Sic. 4, 8; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à atteindre.
Étymologie: δυσ-, ἐφικνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυσέφικτος: трудно достижимый, малодоступный (στέφανος Polyb.; τὰ ὑψηλά Plut.): δυσέφικτόν ἐστι ἀπαγγεῖλαι Diod. невозможно пересказать.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέφικτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ φθάσῃ τις, Πολύβ. 32. 11, 3 καὶ ἀλλ.

Greek Monolingual

δυσέφικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα τον φθάνει κανείς
2. δυσνόητος.