εἰστρέπομαι

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰστρέπομαι Medium diacritics: εἰστρέπομαι Low diacritics: ειστρέπομαι Capitals: ΕΙΣΤΡΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: eistrépomai Transliteration B: eistrepomai Transliteration C: eistrepomai Beta Code: ei)stre/pomai

English (LSJ)

turn in, [τὰ ἐκτὸς] ἐντὸς εἰ. turn outside in, Arist. HA621a8, cf. Heliod. ap. Orib.46.10.4:—Pass., fut. εἰστρᾰπήσομαι Antyll. ap. Aët.7.74.

Spanish (DGE)

volverse, darse la vuelta hacia dentro ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός ... · εἶθ' οὕτως εἰστρέπεται πάλιν ἐντός Arist.HA 621a8, τὰ εἰστρεπόμενα μυδίῳ ἀποτείνειν de los bordes de una herida, Heliod. en Orib.46.10.4.

Russian (Dvoretsky)

εἰστρέπομαι: поворачиваться (πάλιν ἐντός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰστρέπομαι: μέσ., τρέπω πρὸς τὰ ἔσω, πρὸς τὰ ἐντός, ὅταν καταπίῃ (ἡ σκολόπενδρα) τὸ ἄγκιστρον, ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός, ἕως ἂν ἐκβάλῃ τὸ ἄγκιστρον, εἴθ’ οὕτως εἰστρέπεται πάλιν ἐντὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37.8.

Greek Monolingual

εἰστρέπομαι (Α)
στρέφω προς τα μέσα.