γομφοπαγής

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γομφοπᾰγής Medium diacritics: γομφοπαγής Low diacritics: γομφοπαγής Capitals: ΓΟΜΦΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: gomphopagḗs Transliteration B: gomphopagēs Transliteration C: gomfopagis Beta Code: gomfopagh/s

English (LSJ)

γομφοπαγές, fastened with bolts: metaph., creaky, ῥήματα γομφοπαγῆ, of the long compound words of Aeschylus, Ar.Ra.824.

Spanish (DGE)

(γομφοπᾰγής) -ές
unido con pernos fig. de las largas palabras compuestas de Esquilo, Ar.Ra.824.

German (Pape)

[Seite 500] ές, durch Nägel verbunden, ῥήματα Ar. Ran. 823, von den kühnen Wortzusammensetzungen des Aeschylus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γομφοπαγής -ές γόμφος, πήγνυμι verbonden door pinnen, in elkaar gespijkerd:. ῥήματα γομφοπαγῆ in elkaar gespijkerde woorden Aristoph. Ran. 824.

Russian (Dvoretsky)

γομφοπᾰγής: ирон. сколоченный гвоздями, т. е. искусственно составленный (ῥήματα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

γομφοπᾰγής: ἐς, ἠσφαλισμένος δι’ ἥλων, καλῶς συμπεπηγμένος, ῥήματα γομφοπαγῆ, ἐπὶ τῶν μακρῶν συνθέτων λέξεων τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βατρ. 824.

Greek Monolingual

-ές (Α)
1. αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά
2. (για τις λέξεις) πολυσύνθετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -παγής < (θ.) παγ-, επάγην (βλ. πήγνυμι)].

Greek Monotonic

γομφοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), ασφαλισμένος με καρφιά, αυτός που είναι καλά συμπεπηγμένος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πήγνυμι
fastened with bolts, well-bolted, Ar.