ἐρεθιστής
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ἐρεθιστοῦ, ὁ, rebellious or perverse person, LXX De.21.18, Ph.1.359, Hsch. s.v. ἔριθος.
German (Pape)
[Seite 1023] ὁ, der Anreizende, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεθιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐρεθίζῃ τοὺς ἄλλους, φιλόνεικος ἄνθρωπος, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΑ΄, 18), Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐρεθιστής, ὁ (Α) ερεθίζω
άνθρωπος που ερεθίζει, προκαλεί ταραχή, φαύλος, «αντάρτης», εριστικός («υἱὸς ἀπειθὴς καὶ ἐρεθιστής», Φίλ.).