ἔριθος
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A day-labourer, hired servant; of mowers or reapers, Il. 18.550,560; later ἔριθοι, αἱ, spinsters and weavers, workers in wool (prob. because popularly derived from ἔριον), D.57.45, Theoc.15.80; ἐρίων ἔριθοι PHib.1.121.34 (iii B.C.); of spiders, πάντα δ' ἐρίθων ἀραχνᾶν βρίθει S.Fr.286, cf. Philostr.Im.2.28.
II metaph., servant, minister, τλήμων γαστρὸς ἔριθος = fart, crepitus ventris, h.Merc.296; Ἔρις..Νίκης κασιγνήτη καὶ ἔ. Timo 21.2; ὕπνον νυκτὸς ἔ. Epic.Anon.in BKT5(1)p.70.
German (Pape)
[Seite 1029] (? ἐρέθω ?), ὁ, ἡ, Lohnarbeiter, Taglöhner, z. B. von gedungenen Feldarbeitern, Il. 18, 550. 560; bei Hes. O. 600 die Wirthschafterinn. Später bes. die Spinnerinn, Weberinn (Wollarbeiterinn hat man mit ἔριον zusammenstellen wollen), Dem. 27, 45; Theocr. 15, 80; Ep. ad. 59 (VI, 284); dah. nennen Soph. frg. 269 u. Philostr. die Spinne so; bei Timon. Phlias. 2 übh. Dienerinn, Gehülfinn. – H. h. Merc. 296 ist τλήμων γαστρὸς ἔριθος Diener, Bote des Bauches, crepitus ventris.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
ouvrier à gages, particul.
1 moissonneur, faucheur;
2 postér. ἡ ἔριθος ouvrière en laine, tisseuse, fileuse.
Étymologie: DELG sans étym. ; substrat ?
Russian (Dvoretsky)
ἔρῑθος: ὁ, ἡ наемный работник, поденщик (жнец, косарь и пр.) Hom.; f тж. пряха, ткачиха Hes., Dem., Theocr.; перен. γαστρὸς ἔ. HH ventris famulus = crepitus.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρῑθος: ὁ, καὶ ἡ, ἐργάτης ἐπὶ ἡμερομισθίῳ, μισθωτός, ὑπηρέτης οἱουδήποτε εἴδους· ἐν τῇ Ἰλ. ἔριθοι εἶναι οἱ θερισταί, ἔνθα δ’ ἔριθοι ἤμων, ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες, «ἔριθοι, κυρίως μὲν ἐριουργοί, καταχρηστικῶς δὲ καὶ οἱ μισθοῦ ἐργαζόμενοι» (Σχόλ.), Σ. 550 καὶ 560· βραδύτερον, ἔριθοι, αἱ, αἱ νήθουσαι και ὑφαίνουσαι, αἱ ἐριουργοῦσαι (τυχαία δὲ εἶναι ἡ ὁμοιότης τῆς λέξεως πρὸς τὸ ἔριον), Δημ. 1313. 6. Θεόκρ. 15. 80, κτλ.· ἐπὶ ἀραχνῶν, πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾶν βρίθει Σοφ. Ἀποσπ. 269. ΙΙ. τλήμων γαστρὸς ἔριθος, Λατ. crepitus ventris, ὁ ἐκ τῆς γαστρὸς ἐξερχόμενος ἀήρ, ψόφος τῶν ἐντέρων, πορδή, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 286, ἔνθα ἴδε Ἕρμαννον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἔριθοι· οἱ γεωργοί. παρὰ τὸ τὴν ἔραν ἐργάζεσθαι, ἥτις ἐστὶ γῆ. καταχρηστικῶς δὲ καὶ οἱ ἐριουργοί. ἢ μισθωτοί».
Greek Monolingual
ἔριθος, ὁ, ἡ (Α)
1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο
2. μτγν. αἱ ἔριθοι
εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι»)
3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.)
4. μτφ. υπηρέτης, δούλος («τλήμων γαστρὸς ἔριθος» — ο δυστυχισμένος υπηρέτης της κοιλιάς, δηλ. το αέριο που προέρχεται από την κοιλιά, η πορδή, Ύμν. εις Ερμ·).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
η σύνδεση της λ. με το έριον είναι καθαρά παρετυμολογική. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα εριθάκη και ερίθακος.
ΠΑΡ. αρχ. εριθακής, εριθεύομαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. συν-έριθος και φιλ-έριθος].
Greek Monotonic
ἔρῑθος: ὁ, μεροκαματιάρης, υπηρέτης οποιασδήποτε μορφής· στην Ομήρ. Ιλ., οι ἔριθοι είναι θεριστές· έπειτα, ἔριθοι, αἱ, επεξεργαστές μαλλιού, υφάντριες, σε Δημ., Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. f.
Meaning: day-labourer, of rapers, sheaf-binders(?) (Σ 550, 560), spinner (S., D. with folk-etymological connection with ἔριον), servant etc. in gen. (h. Merc. 296 etc.);
Compounds: Comp. συν-έριθος m. f. helper, labourer (Od.), φιλ-έριθος who loves spinning (Theoc., AP). - With familiar κ-suffix ἐριθακίς f. (Theoc.).
Derivatives: Denomin. verb ἐριθεύομαι, rare -εύω, also with ἐξ-, be day-labourer, work for wages, try to get favours or positions (LXX, Arist.) with ἐριθεία trying to get a position (Arist.), ἐριθευτός for whose favour one has canvassed (Creta, Delphi).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unclear Ἐριθάσεος surname of Apollon (Attica IVa) - No etymology (like a word as. δοῦλος; so Pre-Greek?, cf. the suffix -ιθ- Beekes, Pre-Greek, suffixes). Improb. Brugmann IF 19, 384 (s. Bq); cf. also Schwyzer 511 n. 2.
Middle Liddell
ἔρῑθος, ὁ,
a day-labourer, hired servant of any sort; in Il., ἔριθοι are mowers or reapers: later, ἔριθοι, αἱ, spinsters, workers in wool, Dem., Theocr. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ἔριθος: {érīthos}
Grammar: m. f.
Meaning: Tagelöhner, von Schnittern, Garbenbindern (Σ 550, 560), Spinnerin (S., D., Theok. u. a. mit volksetymologischem Anschluß an ἔριον), Diener im allg. (h. Merc. 296 u. a.);
Composita: Komp. συνέριθος m. f. ‘Mitarbeiter(in), Gehilfe’ (ep. poet. seit Od., Pl.), φιλέριθος die das Spinnen liebt (Theok., AP). — Mit familiärem κ-Suffix ἐριθακίς f. (Theok.).
Derivative: Denominatives Verb ἐριθεύομαι, selten -εύω, auch mit ἐξ-, Tagelöhner sein, für Lohn arbeiten, um Gunst schleichen, Ämter erschleichen (LXX, Arist., Plb.) mit ἐριθεία Amtserschleichung, Ränkesucht (Arist., NT), ἐριθευτός dessen Gunst erschlichen ist, bestochen (Kreta, Delphi).
Etymology: Nach aller Wahrscheinlichkeit gehören hierher auch die Namen des Rotkehlchens (?) ἐρίθακος, ἐριθεύς, ἐρίθυλος (s. dd.), obwohl eine einleuchtende Begründung fehlt (wegen seines schleichenden Wesens?; kaum richtig Boßhardt Die Nomina auf -ευς 57f., wo auch über die Bildung); ebenso ἐριθάκη Bienenbrot (als "Tagelöhnchen", Boßhardt ebd.). — Unklar Ἐριθάσεος Bein. d. Apollon (Attika IVa); zur Sache P.-W. s. v. Ohne Etymologie (vgl. δοῦλος). Unwahrscheinlich Brugmann IF 19, 384 m. Lit. (s. Bq und WP. 2, 348); vgl. noch Schwyzer 511 A. 2.
Page 1,558