στρογγυλοειδής
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
English (LSJ)
στρογγυλοειδές, of round form, τύπωμα Plu.2.1121c, cf. Dsc.3.54 (interpol.). Adv. στρογγυλοειδῶς Alex.Aphr.Pr.1.107, Alex.Trall. 2.
German (Pape)
[Seite 955] ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de forme arrondie, rond.
Étymologie: στρογγυλός, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
στρογγῠλοειδής: округленный, круглый (στόμιον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει στρογγυλό σχήμα.
επίρρ...
στρογγυλοειδῶς Α
σε σχήμα στρογγυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -ειδής].