προσέλασις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A driving up, τῶν ὄνων Plu.2.866c.
II assault, τῶν κοντοφόρων D.C.40.22.
German (Pape)
[Seite 758] ἡ, das Hinzu-, Herangehen, -fahren u. dgl., Ankunft, Angriff; D. Cass. 40, 22; Plut.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s'avancer vers.
Étymologie: προσελαύνω.
Russian (Dvoretsky)
προσέλᾰσις: εως ἡ прибытие (τῶν ὄνων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσέλᾰσις: ἡ, τὸ ἐλαύνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, τῶν ὄνων Πλούτ. 2. 866C. ΙΙ. ἐπίθεσις, ἔφοδος, τῶν κοντοφόρων Δίων Κ. 40. 22.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α προσελαύνω
1. το να οδηγεί κανείς κάποιον ή κάτι προς τα εμπρός («προσέλασις τῶν ὄνων», Πλούτ.)
2. επίθεση, έφοδος («προσέλασις τῶν κοντοφόρων», Δίων Κάσσ.).