ὑποστάζω
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
intr., drop slowly, Glossaria; ὑ. ἐκ ῥινῶν to have a running at the nose, v.l. in Hp.Coac.205.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστάζω: μέλλ. -ξω, ἀμεταβ., στάζω ἠρέμα, κατὰ μικρόν, ὑπ. ἐκ ῥινῶν Ἱππ. Κωακ. Προγν. 151.
Greek Monolingual
German (Pape)
(στάζω), ein wenig od. gelinde träufeln, – ein wenig tropfen, triefen, Hippocr.