συρμαϊσμός
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ὁ, use of an emetic, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Hp.Art.40, cf. Gal.18(1).484, Ruf. Interrog.70, Ps.-Diocl.ap Paul.Aeg.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
συρμαϊσμός: ὁ, ἡ χρῆσις ἐμετικοῦ φαρμάκου, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ συρμαΐζω
η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου
αρχ.
ο χυμός του φυτού συρμαία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συρμαϊσμός -οῦ, ὁ [συρμαΐζω] het gebruik van braakmiddelen.
German (Pape)
ὁ, der Gebrauch eines Brech- oder Purgiermittels, die Reinigung des Leibes dadurch, Hippocr.