ξυλοφόριος
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ξυλοφόριον, belonging to a wood-offering, ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτή the Jewish feast of Tabernacles, J.BJ 2.17.6.
German (Pape)
[Seite 282] zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, sc. ἱερά, das Laubhüttenfest der Juden, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοφόριος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ξυλοφορίαν, ξ. ἑορτή, ἡ Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 6.
Greek Monolingual
ξυλοφόριος, -ον (Α) ξυλοφόρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλοφορία, στην προσφορά ξύλων
2. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τὰ ξυλοφόρια
η εορτή τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, κατά την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για κατασκευή σκηνών («ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτὴ», Ιώσ.).