κατονίναμαι
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
enjoy, in aor. 1, σαυτῆς κατόναιο Ar.Ec.917 (lyr.); τέκνων, σπορῶν, καρπῶν, οὐσίας κατόνασθαι SIG826C15 (Delph., ii B.C.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ονίναμαι zich vermaken met, genieten van, met gen.
Russian (Dvoretsky)
κατονίναμαι: (2 л. sing. aor. opt. κατόναιο) извлекать пользу, пользоваться (τινος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κατονίναμαι: μέσ., ἔχω, λαμβάνειν τὴν ἔκ τινος ὠφέλειαν, ἀπολαύω, «χαίρομαι», σαυτῆς κατόναιο, εἶδος ὅρκου, «νὰ χαρῇς τὴν ζωήν σου», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 917.
Greek Monolingual
κατονίναμαι (Α)
λαμβάνω ωφέλεια από κάτι («ὅπως σαυτῆς κατόναι', ἀντιβολῶ σε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀνίναμαι «ωφελούμαι»].