ἑκατόγγυιος
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ἑκατόγγυιον, with a hundred limbs or bodies, κορᾶν ἀγέλα ἑκατόγγυιος a band of 100 maidens, Pi.Fr.122.15.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτόγγυιος) -ον
de cien miembros o cuerpos κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον ... ἐπάγαγ' Pi.Fr.122.18.
German (Pape)
[Seite 752] aus hundert Leibern bestehend, Pind. frg. bei Ath. XIII, 573 e.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόγγυιος: стотелый (κορᾶν ἀγέλα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτόγγυιος: -ον, ὁ ἐξ ἑκατὸν μελῶν ἢ σωμάτων συνιστάμενος, κορᾶν ἑκατόγγυιος ἀγέλα, ὁμὰς ἑκατὸν κορασίων, Πινδ. Ἀποσπ. 87. 12.
English (Slater)
ἑκᾰτόγγυιος, -ον hundred-bodied i. e. hundred in number (but v. van Groningen, Pindare au Banquet, 41.) φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ fr. 122. 19.
Greek Monolingual
ἑκατόγγυιος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από εκατό μέλη ή σώματα.