ἀγέλα
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (Slater)
ᾰγέλα (-α, -αν; -αι, -αις, -ας.) herd “βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ” (P. 4.149) φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων (P. 4.205) ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις Δ. 2. 23. Λάκαινα μὲν παρθένων ἀγέλα (cf. Plut., Ages. 2.) fr. 112. φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ (i. e. a group of prostitutes.) fr. 122. 19. ἰαχεῖ βαρυφθεγκτᾶν ἀγέλαι λεόντων fr. 239.
Russian (Dvoretsky)
ἀγέλα: ἡ дор. Pind. = ἀγέλη.