εἰσιτητός
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
εἰσιτητή, εἰσιτητόν, accessible, Alciphr.1.23; εἰσιτητὰ τῷ στόλῳ ποιεῖν Procop.Vand.1.20: also εἰσιτός J.BJ6.4.5, Zonar.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 accesible, a lo que se puede entrar c. dat. ὁ νυμφὼν αὐταῖς εἰ. Gr.Naz.M.36.425C, cf. Sud.
2 subst. τὸ, τὰ εἰ. entrada, acceso, ingreso ᾐσθόμην οὐκ εἶναί μοι εἰς ταῦτα εἰσιτητόν me di cuenta de que no había para mí acceso a esas (termas), Alciphr.3.40.3, εἰσιτητὰ τῷ στόλῳ ἐποίουν hicieron accesos para la flota Procop.Vand.1.20.3, cf. Goth.3.18.10, Μωαβίταις ... νῦν εἰσιτητόν ἐστιν εἰς Ἐκκλησίαν Gr.Naz.M.37.1151.
German (Pape)
[Seite 743] zugänglich, Alciphr. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσῐτητός: -ή, -όν, (εἴσειμι) προσιτός, πορευτός, εἰς ὃν δύναταί τις νὰ εἰσέλθη, Γρηγ. Ναζ. περὶ τῶν Μωρῶν Παρθένων, ΙΙ, 425C.