εἰσιτητός

From LSJ
Revision as of 11:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσῐτητός Medium diacritics: εἰσιτητός Low diacritics: εισιτητός Capitals: ΕΙΣΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: eisitētós Transliteration B: eisitētos Transliteration C: eisititos Beta Code: ei)sithto/s

English (LSJ)

εἰσιτητή, εἰσιτητόν, accessible, Alciphr.1.23; εἰσιτητὰ τῷ στόλῳ ποιεῖν Procop.Vand.1.20: also εἰσιτός J.BJ6.4.5, Zonar.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 accesible, a lo que se puede entrar c. dat. ὁ νυμφὼν αὐταῖς εἰ. Gr.Naz.M.36.425C, cf. Sud.
2 subst. τὸ, τὰ εἰ. entrada, acceso, ingreso ᾐσθόμην οὐκ εἶναί μοι εἰς ταῦτα εἰσιτητόν me di cuenta de que no había para mí acceso a esas (termas), Alciphr.3.40.3, εἰσιτητὰ τῷ στόλῳ ἐποίουν hicieron accesos para la flota Procop.Vand.1.20.3, cf. Goth.3.18.10, Μωαβίταις ... νῦν εἰσιτητόν ἐστιν εἰς Ἐκκλησίαν Gr.Naz.M.37.1151.

German (Pape)

[Seite 743] zugänglich, Alciphr. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσῐτητός: -ή, -όν, (εἴσειμι) προσιτός, πορευτός, εἰς ὃν δύναταί τις νὰ εἰσέλθη, Γρηγ. Ναζ. περὶ τῶν Μωρῶν Παρθένων, ΙΙ, 425C.