ἀμισής

From LSJ
Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμῑσής Medium diacritics: ἀμισής Low diacritics: αμισής Capitals: ΑΜΙΣΗΣ
Transliteration A: amisḗs Transliteration B: amisēs Transliteration C: amisis Beta Code: a)mish/s

English (LSJ)

ἀμισές, not hateful, agreeable, Ph.2.70, Plu.2.10a: Comp. ἀμισέστερος less troublesome, X.Eq.8.9. Adv. ἀμισῶς Ph.2.57.

Spanish (DGE)

(ἀμῑσής) -ές
1 no odioso, agradable ἀμισέστερα γὰρ καὶ ταῦτα τῷ ἵππῳ X.Eq.8.9, ἀμισῆ καὶ ἀνεπαχθῆ βίον ζῶντες Ph.1.390, οἱ παῖδες ἀμισεῖς γίγνοιντ' ἂν τοῖς συνοῦσι Plu.2.10a
subst. αἱ ... παρασκευαὶ τὸ ἀμισὲς εἶχον los arreglos tenían buen gusto Ph.2.70.
2 adv. ἀμισῶς = agradablemente ἀ. καὶ ἀνεπάφως Ph.2.57.

German (Pape)

[Seite 125] ές (μῖσος), nicht verhaßt, ἀμισέστερα τῷ ἵππῳ, dem Pferde weniger unangenehm, Xen. Equ. 8, 9; Plut. ed. lib. 14. – Adv., Phil.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non odieux.
Étymologie: , μῖσος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμῑσής: не внушающий неприязни, не неприятный Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμῐσής: -ές, ὁ μὴ μισητός, Πλουτ. 2. 10Α: - Συγκρ. ἀμισέστερος, ἧττον δυσάρεστος, ἀμισέστερα γὰρ τῷ ἵππῳ καὶ ταῦτα Ξεν. π. Ἱππ. 8, 9: - Ἐπίρρ. -σῶς, Φίλων 2. 57.

Greek Monolingual

ἀμισής, -ές (Α)
αυτός που δεν είναι μισητός ή δυσάρεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + -μισὴς < μῖσος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμισία.