ἀποπτοέω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
poet. ἀποπτοιέω, scare or drive away, Call.Fr.anon.93:—Pass., to be startled, to shy, of horses, Plb.3.53.10.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. -πτοιέω Plu.2.1129e, GDRK 42.3.82, 83
1 tr. ahuyentar ὀνείρους Plu.l.c., πήματ' GDRK ll.cc.
2 en v. med.-pas. asustarse, espantarse ἵπποι Plb.3.53.10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poét. ἀποπτοιέω;
effrayer, effaroucher.
Étymologie: ἀπό, πτοέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπτοέω: ποιητ. -πτοιέω, πτοῶ, ἐκφοβῶ, τρομάζω, ἀποδιώκω, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 1129Ε: - Παθ., τρομάζω, φοβοῦμαι, «σκιάζομαι», Πολύβ. 3. 53, 10.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπτοέω: поэт. ἀποπτοέω пугать, спугивать (ὀνείρους ap. Plut.; ἵπποι ἀπεπτοημένοι Polyb.).