γαστραία
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ἡ, a kind of turnip, Lacon. word, Hsch.; restored in Ath.9.369a for γαστέρας or γαστέας.
German (Pape)
[Seite 475] ἡ, Hesych. u. Ath. IX, 369 a, Conj., lakon., = γογγυλίς, s. γάστρα.
Greek (Liddell-Scott)
γαστραία: ἡ, εἶδος γογγυλίδος, Λακων, λέξ., Ἡσύχ.· διορθωθ. παρ’ Ἀθην. 369A ἀντὶ γαστέρας ἢ γαστέας.