μοιρόκραντος

Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μοιρόκραντον, (κραίνω) ordained by destiny, fated, ἆμαρ, θεσμός, A.Ch.611 (lyr.), Eu.392 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 198] von der Möre, vom Schicksal vollendet, bestimmt, ἦμαρ, Aesch. Ch. 603, θεσμός, Eum. 370.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fixé par un arrêt du destin.
Étymologie: μοῖρα, κραίνω.

Russian (Dvoretsky)

μοιρόκραντος: определенный судьбой, предопределенный, роковой (ἦμαρ, θεσμός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μοιρόκραντος: ὁ, (κραίνω) προωρισμένος ὑπὸ τῆς μοίρας, πεπρωμένος, ὡς τὸ μοιρίδιος, Αἰσχύλ. Χο. 612, Εὐμ. 302.

Greek Monolingual

μοιρόκραντος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που προσδιορίστηκε, που αποφασίστηκε από τη Μοίρα, μοιραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. θεόκραντος, πολεμόκραντος].

Greek Monotonic

μοιρόκραντος: ὁ (κραίνω), προκαθορισμένος από τη Μοίρα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μοιρό-κραντος, ὁ, κραίνω
ordained by destiny, Aesch.

English (Woodhouse)

fated, appointed by doom, appointed by fate, fraught with doom